- ασκοπως
- ἀσκόπωςἀ-σκόπωςнеобдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀσκόπως — ἄσκοπος 1 inconsiderate adverbial ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc pl (doric) ἄσκοπος 2 aimless adverbial ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… … Dictionary of Greek